- εκλυτο
- ahlaksız, sefih
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Νικολαΐτες — Χριστιανική αίρεση που αναφέρεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (β’ 6 και 15). Η ίδρυσή της αποδίδεται στον Νικόλαο της Αντιοχείας, έναν από τους επτά διακόνους που εξέλεξαν στην Ιερουσαλήμ οι Απόστολοι. Από τις πληροφορίες των πρώτων χριστιανών, οι… … Dictionary of Greek
οργιάζω — (Α ὀργιάζω) [όργια] νεοελλ. 1. ζω έκλυτο βίο, κάνω ανήθικες πράξεις 2. κάνω παράνομες πράξεις αρχ. 1. τελώ θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῑς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», Πλούτ.) 2. τιμώ ή λατρεύω κάποιον με όργια 3. εισάγω κάποιον στη… … Dictionary of Greek
παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας … Dictionary of Greek
παρεκτρέπω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω 2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια τού πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο β)… … Dictionary of Greek
παροινώ — έω ΜΑ [πάροινος] φέρομαι βίαια και υβριστικά κατά την οινοποσία (α. «μεθύων ἐπαρῴνει μάλιστα μὲν εἰς αὐτόν, εἶτα καὶ εἰς ἡμᾱς», Δημοσθ.) αρχ. 1. φέρομαι υβριστικά, προσβάλλω, κακομεταχειρίζομαι («οὐ μὴ εὕρης τοὺς ανθρώπους οἳ παροινήσουσιν εἰς… … Dictionary of Greek
σαρδαναπαλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Σαρδανάπαλο 2. μτφ. αυτός που επιδίδεται στην τρυφηλή ζωή, στον έκλυτο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαρδανάπαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
Αχμέτ Αμπνταλή — (1724 1773). Ιδρυτής του αφγανικού βασιλείου. Επονομαζόταν και Ντορ Δοράν, δηλαδή μαργαριτάρι της εποχής του. Αρχηγός της φυλής Αμπνταλή, επωφελήθηκε από τις διαμάχες ανάμεσα στις άλλες φυλές και επεξέτεινε την κυριαρχία του. Υπηρέτησε τον… … Dictionary of Greek
Μαρτινιανός — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο όσιος. Ασκητής από την Καισάρεια της Παλαιστίνης. Ασκήτεψε σε ένα μικρό κελί, στις πλαγιές ενός βουνού. Όταν εμφανίστηκε κοντά στο κελί του μια γυναίκα ελαφρών ηθών, αυτοπυρπολήθηκε για να μην… … Dictionary of Greek
Μεσσαλίνα — I Όνομα δύο Ρωμαίων αυτοκρατειρών. 1. Βαλέρια Μ. (Valeria Messalina, περ. 25 – 48 μ.Χ.). Ρωμαία αυτοκράτειρα, τρίτη σύζυγος του αυτοκράτορα Κλαύδιου (41 54 μ.Χ.) και μητέρα της Οκταβίας, μετέπειτα σύζυγο του Νέρωνα και του Βρετανικού. Ήταν κόρη… … Dictionary of Greek